ὑποκινεῖ

ὑποκινεῖ
ὑποκινέω
move softly
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ὑποκινέω
move softly
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
ὑποκῑνεῖ , ὑποκινέω
move softly
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ὑποκῑνεῖ , ὑποκινέω
move softly
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αερσίμαχος — ἀερσίμαχος, ον (Α) αυτός που υποκινεί σε μάχη, που τήν προκαλεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + μάχη] …   Dictionary of Greek

  • καταφάσκω — (AM καταφάσκω) λέγω «ναι», επιβεβαιώνω, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, απαντώ καταφατικά μσν. αρχ. (φρ) «καταφάσκομαι εἰς...» θεωρούμαι ως... («οὐδὲ συγγραφεύς, εἴ που μνήμας τοιαύτας ὑποκινεῑ, καταφάσκεται εἰς μνησίκακον», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κινηματίας — ο [κίνημα] αυτός που υποκινεί στασιαστικές ενέργειες ή κινήματα ή μετέχει σ αυτά, στασιαστής («οι κινηματίες τής 21ης Απριλίου») …   Dictionary of Greek

  • λαοσσόος — (I) λαοσσόος, ον, θηλ. και λαοσσοοῡσα (Α) 1. αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ Ἔρις κρατερή λαοσσόος», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) το θηλ. λαοσσοοῡσα προσωνυμία τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»),… …   Dictionary of Greek

  • πολεμοποιός — όν, Α 1. αυτός που υποκινεί πόλεμο, αίτιος πολέμου («ἔστι δὲ καὶ πολεμοποιὸς ὁ τύραννος», Αριστοτ.) 2. αυτός που διεγείρει έριδες («πολεμοποιὸς διαβολή», Θεμίστ.) 3. πολεμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + ποιος*] …   Dictionary of Greek

  • στασιαστής — ο, ΝΜΑ [στασιάζω] άτομο που υποκινεί σε στάση, που ξεσηκώνει άλλους σε ανταρσία νεοελλ. άτομο που μετέχει σε στασιαστικό κίνημα αρχ. ζυγιστής σε εριουργείο …   Dictionary of Greek

  • στασιωτικός — ή, όν, Α [στασιώτης] 1. αυτός που υποκινεί σε στάση («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», Θουκ.) 2. αυτός που έχει κλίση ή διάθεση για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • υποκινητής — ο, θηλ. υποκινήτρια, Ν 1. αυτός που υποκινεί, που παρακινεί κάποιον 2. βιολ. ερέθισμα το οποίο προκαλεί μια ειδική για ένα βιολογικό είδος συμπεριφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκινώ. Το αρσ. υποκινητής μαρτυρείται από το 1835 στον Ε.Α. Σίμο, ενώ το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνία, μαζική — Όρος που προέρχεται από την αμερικανική έκφραση mass communication και υποδηλώνει τη χρήση των μέσων αναμετάδοσης και διάδοσης που διαθέτει η σύγχρονη τεχνολογία για την παροχή ειδήσεων και πληροφοριών κάθε είδους σε διαρκώς ευρύτερο κοινό.… …   Dictionary of Greek

  • Φωκίδας, νομός — Διοικητική διαίρεση της νοτιοκεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που περιλαμβάνει τμήμα της αρχαίας Φωκίδας και συνορεύει στα Β με τον νομό Φθιώτιδας, στα Α με τους νομούς Φθιώτιδας και Βοιωτίας, στα Δ με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και στα Ν βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”